Ιωσήφ A’

Ιωσήφ A’
(Joseph, Λισαβόνα 1714 – 1777).Βασιλιάς της Πορτογαλίας (1750-77). Ήταν γιος του Ιωάννη E’ και της Μαρίας Άννας της Αυστριακής. Στη διάρκεια της βασιλείας του άκμασαν ιδιαίτερα οι αποικίες της Πορτογαλίας στη Βραζιλία και στην Αφρική. Το 1758 έπεσε θύμα δολοφονικής απόπειρας, γεγονός που επέτρεψε στον πρωθυπουργό του, Πομπάλ, να στραφεί εναντίον των αντιπάλων του ευγενών και να εκδιώξει τους ιησουίτες από την Πορτογαλία. Τελικά, ο I. έπαθε αποπληξία (1774) από την οποία έμεινε παράλυτος για τρία χρόνια, χωρίς να καταφέρει να συνέλθει μέχρι το τέλος της ζωής του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ιωσήφ — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. (; – 1755). Μητροπολίτης Τυρνόβου (1714 22) και έξαρχος Βουλγαρίας. Καταγόταν από τα Ιωάννινα. Όταν παραιτήθηκε από τη θέση του μητροπολίτη (1722) πήγε στο Βουκουρέστι, όπου έζησε δύο χρόνια,… …   Dictionary of Greek

  • Ιωσήφ — ο άκλ., κύριο όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Στάλιν, Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς — (ψευδώνυμο του Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι). Σοβιετικός πολιτικός (Γκόρι, Γεωργία 1879 Μόσχα 1953). Αφού τον απέβαλαν το 1899 από την ιερατική σχολή εξαιτίας της συμμετοχής του σε μια πατριωτική και σοσιαλιστική οργάνωση, ο Σ. αφοσιώθηκε σε …   Dictionary of Greek

  • Πομπάλ, Σεβαστιανός Ιωσήφ — (Pombal, 1699 – 1782). Πορτογάλος πολιτικός και διπλωμάτης. Στα χρόνια του Ιωσήφ A΄ διετέλεσε υπουργός εξωτερικών και κατόπιν πρωθυπουργός και ουσιαστικός κυβερνήτης της χώρας. Έλαβε μέτρα για την ενίσχυση του εμπορίου και της βιομηχανίας. Στη… …   Dictionary of Greek

  • Άγκνον, Σαμουήλ Ιωσήφ — (Μπούκρατς Γαλικίας 1888 – Ιερουσαλήμ 1970). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ισραηλινού συγγραφέα Σαμουήλ Ιωσήφ Κζάκζες. Άρχισε να γράφει αρκετά νέος διηγήματα και ποιήματα στη γίντις, στην Ιερουσαλήμ. Το 1912 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα… …   Dictionary of Greek

  • Αδελφών Αγίου Ιωσήφ, μονή — Ονομασία μοναστηριών που ανήκουν στην Καθολική Εκκλησία. 1. Γυναικείο μοναστήρι στην πόλη του Βόλου. Ιδρύθηκε το 1904. Διαθέτει γυμνάσιο. 2. Γυναικείο μοναστήρι στην Αθήνα. Στο μοναστήρι λειτουργεί η Σχολή Αγίου Ιωσήφ. Ιδρύθηκε το 1856. 3.… …   Dictionary of Greek

  • Τζιούστι, Ιωσήφ — (Giusti, 1809 – 1850). Διάσημος Ιταλός σατιρικός ποιητής. Γόνος παλαιάς και πλούσιας οικογένειας, σπούδασε νομικά στην Πίζα και το 1834 άρχισε να ασκεί τη δικηγορία. Αλλά μετά από λίγο καιρό, εξαιτίας της φιλάσθενης ιδιοσυγκρασίας του και του… …   Dictionary of Greek

  • Αβάντζι, Ιωσήφ — (1615 – 1647).Ιταλός ζωγράφος. Είχε ειδικευτεί στη ζωγραφική τοπίων, λουλουδιών και φρούτων. Σπουδαιότερο έργο του θεωρείται Η αποκεφάλιση του Αγίου Ιωάννου, που βρίσκεται στη Φεράρα. Με το ίδιο επώνυμο είναι γνωστοί τέσσερις ακόμα Ιταλοί… …   Dictionary of Greek

  • Αβαντσίνι, Ιωσήφ — (Avancini, 1753 – 1827) Ιταλός αβάς και μαθηματικός, καθηγητής στοπανεπιστήμιο της Πάντοβα. Σημείωσε μεγάλη επιτυχία ως καθηγητής, στην προσπάθεια διάδοσης της επιστημονικής σκέψης. Τα σπουδαιότερα έργα του είναι: Σκέψεις γύρω από τη διευθέτηση… …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Ιωσήφ, μονή — Ονομασία δύο μοναστηριών. 1. Γυναικείο μοναστήρι της Κέρκυρας. 2. Γυναικείο μοναστήρι στον Φραγκομαχαλά της Χίου. Στο μοναστήρι, που ιδρύθηκε το 1846, λειτουργεί φροντιστήριο ξένων γλωσσών. Και τα δύο μοναστήρια ανήκουν στην καθολική εκκλησία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”